συναδελφότης

συναδελφότης
(-ητος) η см. συναδελφικότητα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συναδελφότης" в других словарях:

  • συναδελφότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τών συναδέλφων 2. αλληλεγγύη και σύμπνοια μεταξύ συναδέλφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνάδελφος. Η λ., στον λόγιο τ. συναδελφότης, μαρτυρείται από το 1752 στα Εγγραφα τού Ναού τής Φανερωμένης στη Ζάκυνθο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»